Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
harmfully: P. ἀνεπιτηδείως, P. and V. κακῶς.
maliciously: P. φθονερῶς, ἐπιφθόνως.
wickedly: P. κακούργως:Ar. and P. πανούργως.
wantonly: Ar. and P. νεανικῶς.