changeable
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English > Greek (Woodhouse)
adjective
fickle: P. εὐμετάβολος, ἀκατάστατος, P. and V. ἔμπληκτος, ἄπιστος, Ar. μετάβουλος, Ar. and P. ἀστάθμητος.