ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
P. and V. δύσχολος, δυσάρεστος, δυσχερής, Ar. and V. παλίγκοτος.
be querulous, v.: Ar. and P. δυσκολαίνειν.