σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity
P. and V. πως (enclitic).
somehow or other: Ar. and P. ἁμωγέπως, ἁμηγέπη, ὁπωσδήποτε, ὁπωσοῦν.