ὁπωσοῦν
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 367] auf welche Weise auch; Plat. Phil. 40 d u. öfter; εἴτε διδακτόν ἐστιν εἴτε ὁπωσοῦν, Men. 86 e; Xen. Cyr. 8, 3, 14 u. öfter; ὁπωσοῦν ζῆν, Isocr. 2, 5.
French (Bailly abrégé)
adv.
d'une manière quelconque ; οὐδ' ὁπωσοῦν, pas le moins du monde.
Étymologie: ὅπως, οὖν.
Greek Monolingual
(Α ὅπως οὖν και όπωσοῦν
)
επίρρ. κατά κάποιο τρόπο, κάπως («ἀναγκάσαντες ἐσβαίνειν ὅστις καὶ ὁπωσοῦν ἐδόκει ἡλικίας μετέχων ἐπιτήδειος εἶναι», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπως + οὖν].
Greek Monotonic
ὁπωσοῦν: ή ὅπωςοὖν, με οποιονδήποτε τρόπο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, Λατ. utcunque, σε Θουκ. κ.λπ.· ομοίως, ὁπωστιοῦν, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ὁπωσοῦν: adv. каким-то образом, так или иначе: σκοπεῖσθαι, εἴτε διδακτόν ἐστιν, εἴτ ὁ. Plat. рассмотреть, можно ли научить (добродетели), или дело обстоит иначе; οὐδ᾽ ὁ. Thuc., Isocr. никоим образом, никак, нисколько.
Middle Liddell
or ὅπως, οὖν, in any way whatever, in some way or other, Lat. utcunque, Thuc., etc.;—so ὁπωστιοῦν, Plat.
English (Woodhouse)
by some means or other, somehow or other
Lexicon Thucydideum
tantillum, so little, 1.77.3, 7.49.2, 7.60.3, 8.90.2,
quocunque modo, in whatever way, 8.91.3.
Lexicon Thucydideum
tantillum, so little, 8.71.2, [praeterea vulgo moreover in the common texts 6.56.3, ubi nunc where now ὁποσοιοῦν.]