ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes
P. στεγανός, V. στεγνός (Eur., Cyclops 324).
be waterproof, v.: P. and V. στέγειν.