supercilious
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. σεμνός, ὑψηλός, P. ὑπερήφανος, μεγαλόφρων, ὑπεροπτικός, V. ὑπέρφρων, ὑπέρκοπος; see proud.