δραματοποιός

Revision as of 13:50, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A dramatic poet, Heph.8.1, Ps.-Luc.Philopatr.13: metaph., melodramatic, δ. καὶ ποτνιαστής Phld.Herc.1457.12.

German (Pape)

[Seite 665] der Schauspiele verfertigt, der Schauspieldichter, Luc. Philop. 13; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

δρᾱμᾰτοποιός: -οῦ, ὁ, δραματικὸς ποιητής, Ψευδολουκ. Φιλοπάτρ. 13.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
auteur dramatique.
Étymologie: δρᾶμα, ποιέω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 dramaturgode Aristófanes, Luc.Philopatr.13, τῶν δὲ δραματοποιῶν τὴν μὲν κωμῳδιοποιίαν οὕτως ἄσεμνον ἡγοῦντο καὶ φορτικόν Plu.2.348b, cf. Heph.8.1, Phld.Vit.12B.
2 autor de poemas dialogados de tipo erótico qui dramatopoeos erat, hoc est amatorias cantiones scripserat Pseudo Acro Sat.1.10.18.

Greek Monolingual

ο (AM δραματοποιός)
νεοελλ.
συγγραφέας δραματικών έργων, δραματογράφος
αρχ.
δραματικός ποιητής, ποιητής του θεάτρου.

Russian (Dvoretsky)

δραματοποιός: ὁ автор драматических произведений Luc., Plut.