δραματοποιός
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
οῦ, ὁ, dramatic poet, Heph.8.1, Ps.-Luc.Philopatr.13: metaph., melodramatic, δ. καὶ ποτνιαστής Phld.Herc.1457.12.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 dramaturgo de Aristófanes, Luc.Philopatr.13, τῶν δὲ δραματοποιῶν τὴν μὲν κωμῳδιοποιίαν οὕτως ἄσεμνον ἡγοῦντο καὶ φορτικόν Plu.2.348b, cf. Heph.8.1, Phld.Vit.12B.
2 autor de poemas dialogados de tipo erótico qui dramatopoeos erat, hoc est amatorias cantiones scripserat Pseudo Acro Sat.1.10.18.
German (Pape)
[Seite 665] der Schauspiele verfertigt, der Schauspieldichter, Luc. Philop. 13; Plut.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
auteur dramatique.
Étymologie: δρᾶμα, ποιέω.
Russian (Dvoretsky)
δραματοποιός: ὁ автор драматических произведений Luc., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾱμᾰτοποιός: -οῦ, ὁ, δραματικὸς ποιητής, Ψευδολουκ. Φιλοπάτρ. 13.
Greek Monolingual
ο (AM δραματοποιός)
νεοελλ.
συγγραφέας δραματικών έργων, δραματογράφος
αρχ.
δραματικός ποιητής, ποιητής του θεάτρου.