δυσωπητικός

Revision as of 22:55, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν,

   A importunate, Id.105.15 (Comp.), etc. Adv. -κῶς Sch.Ar.Pl.21 (v.l. -ωπικῶς).

German (Pape)

[Seite 692] ή, όν, beschämend; bittend; K. S.

Greek (Liddell-Scott)

δυσωπητικός: -ή, -όν, ἐντροπιαστικός, παρακλητικός, Εὐστ. 105. 15, κτλ.- Ἐπίρρ.-κῶς Κλήμ. Ἀλ. 547.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que causa pudor o vergüenza δυσωπητικώτερον εἰσήνεγκεν ἡμῖν, τὴν συμπάθειαν καὶ τὸ ὁμότιμον Gr.Naz.M.35.1060A.
2 molesto, inadecuado de una construcción gramatical, Eust.105.15.
II persuasivo, convincente λόγος Origenes Cels.2.11, τὰ παλαιὰ τῶν δογμάτων Basil.Spir.71.21.
III adv. -ῶς
1 de manera desvergonzada ἔπαιξε δὲ ἅμα χαριέντως καὶ δ. Sch.Ar.Pl.21d.
2 de forma recriminatoria, censurando δ. ... εἴργει Tat.Fr.5, αὐτὸς ὁ Σωτὴρ δ. πρὸς αὐτοὺς τοὺς Ἰουδαίων ἄρχοντας προύτεινεν Eus.M.23.985A.

Greek Monolingual

δυσωπητικός, -ή, -όν (AM)
αυτός που ικετεύει επίμονα.