κῶς
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
(A), τό, contr. for κῶας, Nicoch.12.
II at Corinth, public prison, St.Byz., cf. Hsch.; cf. κῶος.
III masc. pl. κῶες, οἱ, prisoners, at Corinth, St.Byz.
(B), Ion. for πῶς, Hdt.
II enclit. κως, Ion. for πως, Id.
German (Pape)
[Seite 1547] ion. = πῶς, u. enklitisch κως, = πως, Her. τό, 1) zsgzgn = κῶας. – 2) bei den Korinthiern ein öffentliches Gefängniß, St. B.; auch οἱ κῶοι, Strab. VIII, 367. Vgl. καιάδας, καῖαρ.
French (Bailly abrégé)
v. πῶς.
Greek Monotonic
κῶς:I. Ιων. αντί πῶς.
II. εγκλιτ. κως, Ιων. αντί πως.
Russian (Dvoretsky)
κῶς: энкл. κως ион. = πῶς и πως.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κῶς, κως Ion. voor πῶς, πως.