convincente
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
Spanish > Greek
ἀναγκαῖος, ἀναπειστήριος, δικαιολογικός, δυναμικός, δυσωπητικός, ἐμβριθής, εὐπειθής, κωτίλος, παραρρητός, πειθός, πειστήριος, πειστικός, πιθανός, προσαγωγός, προτρεπτικός, ὑπαγωγικός, ψυχαγωγικός