αὐτόνομος

From LSJ
Revision as of 10:37, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόνομος Medium diacritics: αὐτόνομος Low diacritics: αυτόνομος Capitals: ΑΥΤΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: autónomos Transliteration B: autonomos Transliteration C: aftonomos Beta Code: au)to/nomos

English (LSJ)

ον,

   A living under one's own laws, independent, of persons and states, Hdt.1.96, 8.140.ά, Cratin. 15 D., etc.; freq. in Th., αὐ. ἐπὶ σφῶν αὐτῶν οἰκεῖν Id.2.63; ἀφιέναι αὐ. τινα Id.1.139; αὐ. ποιεῖν τινα Id.5.33; αὐ. ἀπό τινος X.HG 5.1.36, cf. Lac.3.1; πόλις . . ἐλευθέρα καὶ αὐ. IG3.481, al.; αὐ. πολιτεία Plu.Rom.27.    2 generally, of one's own free will, ἀλλ' αὐ. . . Ἀΐδην καταβήσει S.Ant.821 (lyr.).    3 of animals, feeding and ranging at will, AP7.8 (Antip. Sid.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόνομος: -ον, ὁ αὐτονομούμενος, ἀνεξάρτητος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τυραννευόμενος, ἐπὶ προσώπων καὶ πόλεων, Ἡρόδ. 1. 96., 8. 140, 1, καὶ συχν. παρὰ Θουκ., π.χ. αὐτ. οἰκεῖν 2. 63· ἀφιέναι αὐτ. τινα 1. 139· αὐτ. ποιεῖν τινα 5. 33· προσέτι, αὐτ. ἀπὸ τινος Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 36· ἡ πόλις . . ἐλευθέρα καὶ αὐτ. Συλλ. Ἐπιγρ. 340, κ. ἀλλ. 2) καθόλου, κατ’ ἰδίαν ἐλευθέραν θέλησιν, ἀλλ’ αὐτόνομος, ζῶσα μόνη δὴ θνητῶν Ἀΐδην καταβήσει Σοφ. Ἀντ. 821· πρβλ. Ξεν. Λακ. 3, 1. 3) ἐπὶ θηρίων, ὁ ζῶν καὶ περιφερόμενος ἐν τοῖς δρυμοῖς καὶ τοῖς ὄρεσιν ἐλευθέρως, Ἀνθ. Π. 7. 8. ― Ἐπίρρ. -μως Φωτ. Βιβλ. σ. 205. 31.