κορυνιόεις

From LSJ
Revision as of 18:44, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορῡνιόεις Medium diacritics: κορυνιόεις Low diacritics: κορυνιόεις Capitals: ΚΟΡΥΝΙΟΕΙΣ
Transliteration A: korynióeis Transliteration B: korynioeis Transliteration C: korynioeis Beta Code: korunio/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A knobby, πέτηλα v.l. for κορωνιόωντα, Hes.Sc. 289.

Greek (Liddell-Scott)

κορῠνιόεις: -εσσα, εν, ὅμοιος κορύνῃ, ἴδε Λοβ. Rhemat. 180.

Greek Monolingual

κορυνιόεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που μοιάζει με κορύνη, ροπαλοειδής («κορυνιόεντα πέτηλα», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. παρλλ. τ. του κορωνιόεις].

Russian (Dvoretsky)

κορῡνιόεις: όεσσα, όεν (pl. n κορυνιόεντα - v. l. κορωνιόωντα) растущий пучком, кистеобразный (πέτηλα Hes.).