κόρυμνα
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
English (LSJ)
A necklace, Hsch.
Greek Monolingual
κόρυμνα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κόσμος τις γυναικεῑος περιτραχήλιος», περιδέραιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].