νωχελεύομαι

Revision as of 13:38, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A to be slothful, Aq.Pr.18.9, al. ; malinger, dub. in BGU380.11 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 274] langsam, träge sein, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

νωχελεύομαι: ἀποθ. νωχελής εἰμι, Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ. (Παροιμ. ΙΗ΄, 9, κλ.).

Greek Monolingual

νωχελεύομαι (Α) νωχελής
1. είμαι νωχελής
2. πιθ. προσποιούμαι ασθένεια.