σελάω

Revision as of 22:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

(σέλας), intr.,    A shine, Nic.Th.691.

German (Pape)

[Seite 870] wie σελαγέω, erleuchten, beleuchten, sp. D. – Auch intrans., leuchten, glänzen, Nic. Ther. 691.

Greek (Liddell-Scott)

σελάω: (σέλας) ἀμεταβ., λάμπω, ἀκτινοβολῶ, Νικ. Θηρ. 691. ΙΙ. μεταβ., φωτίζω, φέγγω, Γρηγ. Ναζ. Στίχ. 2. 72.

Greek Monolingual

Α σέλας
1. (αμτβ.) εκπέμπω φως, λάμπω
2. (μτβ.) φωτίζω κάτι.