φρεσσίλυτος

Revision as of 10:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῐ], ον,    A mad, Stud.Ital.2(1922).394 (Phalasarna, iv B. C., amulet).

Greek Monolingual

ὁ, Α
μανιακός, τρελός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρεσί, δοτ. πληθ. της λ. φρήν, φρενός + -λυτος (< λυτός < λύω), πρβλ. νεό-λυτος. Τα -σσ- του τ. για μετρικούς λόγους].