ἀκεόντως
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
Adv. A noiselessly, Hsch. ἄκερα· ἔνδυμά τι πολυτελές, Id.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκεόντως: «ἀψοφητὶ καὶ ἡσύχως», Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
adv. sin ruido Hsch., Sch.Od.17.465.