ἀδιακόρευτος
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
ον,
A undeflowered, virginal, Sor.1.10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιακόρευτος: ἡ, ἡ μὴ διακορευθεῖσα, Σωφ. Ἐφεσ. ἐν Idel. phys. κτλ. Ι. σ. 256.