ὑψίτερος
English (LSJ)
[ῐ], α, ον, Comp. of Adv. ὕψι,
A loftier, δρύες Theoc.8.46.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίτερος: -α, -ον, συγκρ. τοῦ ἐπιρρ. ὕψι, ὑψηλότερος, δρύες Θεόκρ. 8. 46.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
plus haut.
Étymologie: ὕψι.
Greek Monolingual
-έρα, -ον, Α ὕψι
(συγκριτ. βαθμός) υψηλότερος.
Greek Monotonic
ὑψίτερος: -α, -ον, επίθ. από συγκρ. του επιρρ. ὕψι, υψηλότερος, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑψίτερος: [compar. к ὑψηλός более высокий (δρύες Theocr.).
Middle Liddell
ὑψίτερος, η, ον [Comp. of adv. ὕψι]
loftier, Theocr.