ὑψίτερος

Revision as of 18:10, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ῐ], α, ον, Comp. of Adv. ὕψι,

   A loftier, δρύες Theoc.8.46.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίτερος: -α, -ον, συγκρ. τοῦ ἐπιρρ. ὕψι, ὑψηλότερος, δρύες Θεόκρ. 8. 46.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
plus haut.
Étymologie: ὕψι.

Greek Monolingual

-έρα, -ον, Α ὕψι
(συγκριτ. βαθμός) υψηλότερος.

Greek Monotonic

ὑψίτερος: -α, -ον, επίθ. από συγκρ. του επιρρ. ὕψι, υψηλότερος, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίτερος: [compar. к ὑψηλός более высокий (δρύες Theocr.).

Middle Liddell

ὑψίτερος, η, ον [Comp. of adv. ὕψι]
loftier, Theocr.