ὑψίτερος

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψίτερος Medium diacritics: ὑψίτερος Low diacritics: υψίτερος Capitals: ΥΨΙΤΕΡΟΣ
Transliteration A: hypsíteros Transliteration B: hypsiteros Transliteration C: ypsiteros Beta Code: u(yi/teros

English (LSJ)

[ῐ], α, ον, Comp. of Adv. ὕψι, loftier, δρύες Theoc.8.46.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
plus haut.
Étymologie: ὕψι.

German (Pape)

έρα, ερον, Kompar. vom adv. ὕψι, höher, erhabener, Theocr. 8.46.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίτερος: [compar. к ὑψηλός более высокий (δρύες Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίτερος: -α, -ον, συγκρ. τοῦ ἐπιρρ. ὕψι, ὑψηλότερος, δρύες Θεόκρ. 8. 46.

Greek Monolingual

-έρα, -ον, Α ὕψι
(συγκριτ. βαθμός) υψηλότερος.

Greek Monotonic

ὑψίτερος: -α, -ον, επίθ. από συγκρ. του επιρρ. ὕψι, υψηλότερος, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ὑψίτερος, η, ον [Comp. of adv. ὕψι]
loftier, Theocr.