ικος, ἡ, A pustule, pimple, Hp.Liqu.6:—Adj. αἰθερο-κώδης Gal. 19.71.
αἰθόλιξ: -ικος, ἡ, ἔγκαυμα, φλύκταινα ἐκ καύματος, Ἱππ. 427. 4.
-ικος, ἡpústula Hp.Liqu.6, Erot.18.3, Gal.19.71, EM α 477.• Etimología: Cf. αἴθω.
αἰθόλιξ -ικος, ἡ αἴθω puist(je); blaar.