φλύκταινα
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
English (LSJ)
ἡ,
A blister made by a burn, Hp.VM16, Thphr.Ign.57; IG42(1).126.25 (Epid., ii A. D.), Luc.DMort.20.4; blister caused by rowing, Ar.V.1119 (troch.), Ra.236(lyr.); ἐξ αἵματος φλύκταινα blood-blister, Id.Ec.1057; caused by the bite of the μυγαλῆ, Arist.HA604b20.
2 pustule, Hp.Prog.17, Th.2.49.
German (Pape)
[Seite 1293] ἡ, eine Blase, Blatter auf der Haut, vom Verbrennen od. andern Ursachen; Ar. Vesp. 1119 Ran. 236; Thuc. 2, 49.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 pustule, vésicule, phlyctène, ampoule, cloque;
2 p. anal. élevure sur la croûte du pain cuit sous la cendre.
Étymologie: φλόξ.
Russian (Dvoretsky)
φλύκταινα: ἡ
1 волдырь, нарыв или прыщ Thuc., Arph., Arst.;
2 пузырь: ἄρτος ταῖς φλυκταίναις (v.l. τὰς φλυκταίνας) ἐξηνθηκώς Luc. хлеб, покрывшийся пузырями.
Greek (Liddell-Scott)
φλύκταινα: ἡ, (ἴδε φλέω) φουσκαλίδα ἐπάνω εἰς τὸ δέρμα σχηματιζομένη ἐκ καύματος, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 15, Θεοφρ. π. Πυρὸς 57· ἐκ κωπηλασίας σχηματισθεῖσα, Ἀριστοφ. Σφ. 1119, πρβλ. Βατρ. 236· ἐξ αἵματος φλ., πλήρης αἵματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 1057· προερχομένη ἐκ δήγματος μυγαλῆς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 6· ― ὡσαύτως ἐπὶ τῶν μικρῶν πυωδῶν ἐξανθημάτων τὰ ὁποῖα παράγει ὁ λοιμός, Ἱππ. Προγν. 42, Θουκ. 2. 49· πρβλ. ὁλοφλυκτίς, ὁλοφυγδών, φλυζάκιον. 2) «φουσκάλα» ἐπὶ τοῦ ἄρτου, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 20. 4.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
ιατρ. πρωτογενής στοιχειώδης βλάβη του δέρματος, φυσαλλίδα που περιέχει πύον, κν. φουσκάλα
νεοελλ.
1. (μεταλργ.) εξόγκωση στην επιφάνεια τών μετάλλων που οφείλεται σε διάρρηξη ή ανύψωση προκαλούμενη από αέρια, τα οποία παρέμειναν πολύ κοντά σε αυτήν την επιφάνεια
2. (φυτοπαθολ.) φυσαλλιδώδης κηλίδα στα φύλλα, στους βλαστούς ή τους καρπούς του φυτού, σύμπτωμα προσβολής του από παθογόνο μύκητα
3. φρ. «κακοήθης φλύκταινα»
(ιατρ.-κτην.) η νόσος άνθρακας
αρχ.
φυσαλλίδα στην επιφάνεια ψωμιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φλύκταινα (< φλυγ-ταν-ja) έχει σχηματιστεί από τη ρίζα bhl-u- του ρ. φλύω με λαρυγγική παρέκταση -γ- (πρβλ. φύγεθρον < φλυγ-εθρον / -εθλον, βλ και λ. φλύω) και επίθημα -tοn- (> -ταν-), σχηματισμένο από την ΙΕ κατάλ. σε -t- (πρβλ. -της, -τος) και τη συνεσταλμένη βαθμίδα -η- της κατάλ. -en / -on (για μια διαφορετική μορφή επιθήματος βλ. λ. φλυκτίς). Αξίζει να σημειωθεί ότι η λ. φλύκταινα εμφανίζεται ως ομοιοκατάληκτη ορισμένων τ. με το μειωτικό επίθημα -αινα (πρβλ. γάγγραινα, κάπραινα, φαγέδαινα), παρά τη διαφορετική προέλευση του επιθήματος της].
Greek Monotonic
φλύκταινα: ἡ (φλέω)·
1. φουσκάλα που δημιουργήθηκε από κάψιμο, σε Αριστοφ.· φλύκταινα που δημιουργήθηκε από πανούκλα, σε Θουκ.
2. φουσκάλα πάνω στο ψωμί, σε Λουκ.
Middle Liddell
φλύκταινα, ἡ, φλέω
1. a blister caused by rowing, Ar.: of pustules caused by plague, Thuc.
2. a blister on bread, Luc.
Frisk Etymology German
φλύκταινα: {phlúktaina}
Grammar: f.
Meaning: Blase, Brandblase, Eiterblase (Hp., Th., Ar., Arist. usw.)
Derivative: mit Demin. φλυκταινίς f., -ίδιον n. (Hp., Diokl.Fr.), -ώδης blasenähnlich (sp. Mediz.), -όομαι Blasen bekommen (Hp., Dsk.), -ωσις f. Blasenbildung (Hp.), auch -ω (-όω ?) Blasen verursachen (Dsk.). Auch φλυκτίς, -ίδος f. ib. (Thphr., LXX), Akk. pl. φλύκτεις (Dsk.); zu ὀλοφλυκτίς s. bes. Daneben φλυζάκιον n. ib. (Hp., Cels.).
Etymology: Bildung wie γάγγραινα, φαγέδαινα u. a. von einem unbekannten Wort, wahrscheinlich von einem Subst. *φλυκτός wie φρυκτός, σκηπτός u.a., wovon auch φλυκτίς. Zu φλυζάκιον vgl. ψυδράκιον, ἀνθράκιον; ein Grundwort *φλύζα (wie φύζα u.a.) kann als *φλύγι̯α zu οἰνόφλυξ (s. φύγεθλον), διαφλύξιες, des weiteren zu φλύξαι, φλύζω gehören; s. φλέω. Zum Semantischen Strömberg Wortstudien 92 f.
Page 2,1030
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
papula, blister, pimple, 2.49.5.
Translations
blister
Apache Western Apache: daʼiłtáné; Arabic: بَطْبَاطَة, نَفْطَة; Armenian: բշտիկ; Assamese: ফোঁহা; Azerbaijani: qabarcıq; Basque: baba; Belarusian: пухі́р; Bulgarian: пришка, мехур; Catalan: butllofa; Chinese Mandarin: 水疱, 皰, 疱; Czech: puchýř; Danish: vable, blære, vabel; Dutch: blaar, blein, blister, blaasje; Esperanto: blazo; Estonian: vill, rakk; Faroese: bløðra, blæma; Finnish: rakkula, rakko; French: ampoule, cloque, boursouflure, phlyctène; Galician: bocha, ampola, vexiga; Georgian: ბებერა; German: Blase; Greek: φουσκάλα; Ancient Greek: πομφός, φαῦσιγξ, φλοκτίς, φλύκταινα, φλυκτίς, φωΐς; Hebrew: שַׁלְפּוּחִית; Hiligaynon: lap-ok; Hindi: छाला, फफोला; Hungarian: vízhólyag, hólyag; Icelandic: blaðra, vessabóla, vatnsbóla; Ingrian: vesirakko, vesivilli; Irish: spuaic, clog; Italian: vescica, bolla; Japanese: まめ, 水膨れ, 火脹れ, 水疱; Kazakh: күлбіреу, күлдіреу, қолдырау; Khmer: ដំណួច; Korean: 물집; Kurdish Central Kurdish: بِلۆق; Southern Kurdish: تووقاڵە; Latin: pustula; Luxembourgish: Bloder; Macedonian: меур, плускавец, плик; Manx: mamm; Maori: hoipū, pūputa, kōpūpū; Mongolian: цэврүү; Navajo: tóʼiiłtą́; Norman: boursoufliuthe; Norwegian Bokmål: vannblemme; Occitan: bofiga; Ottoman Turkish: قبارجق; Persian: تاول; Plautdietsch: Blos; Polish: pęcherz, bąbel, pęcherzyk; Portuguese: bolha; Romanian: bășică; Russian: волдырь, нарыв, мозоль; Scottish Gaelic: balg; Serbo-Croatian Cyrillic: пли̑к, жу̑љ, ме̏хӯр; Roman: plȋk, žȗlj, mȅhūr; Sicilian: mpudda, foddira; Slovak: pľuzgier; Slovene: žulj; Spanish: ampolla, ámpula; Swedish: blåsa; Tagalog: paltos, libtos, libtok; Tarifit: tareffixt, areffix; Tatar: кабарчык sg; Thai: ผด, ตุ่ม, พุพอง; Tibetan: ཆུ་ལྒང; Tocharian B: weru; Turkish: kabarcık; Ukrainian: пухир; Urdu: چھالا; Volapük: buläd; Welsh: pothell, chwysigen; West Coast Yucatec Yup'Zazaki: bılık; Zulu: ivusela