σκάλσις

Revision as of 22:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

εως, ἡ, (σκάλλω)    A hoeing, digging, Thphr.CP 3.20.6, 4.13.3.

German (Pape)

[Seite 888] ἡ, das Scharren, Schüren, Schürfen, Kratzen, Hacken, Behacken, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

σκάλσις: -εως, ἡ, (σκάλλω) σκάλισμα, σκαφή, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 5 (ἀλλ. ὄσκαλσις), πρβλ. σκάλισις· - ὡσαύτως σκαλεία, σκάλευσις.

Greek Monolingual

-εως, ἡ, Α σκάλλω
το σκάψιμο, το σκάλισμα.