ἐπιμειξία
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A mixing with others, intercourse, dealings, ἐούσης ἐπιμειξίης πρὸς τοὺς Τεγεήτας Hdt.1.68; ἐπιμειξίᾳ χρῆσθαι πρός . . X.HG5.1.1; ἐπιμειξίας οὔσης παρ' ἀλλήλους Th.5.78; ἐπιμειξίαι ἦσαν τοῖς Ἀθηναίοις καὶ Πελοποννησίοις ib.35; ἡ πόλεων ἐ. πόλεσιν Pl. Lg.949e; κατὰ τὰς ἐπιμειξίας τὰς τοῖς πολλοῖς Phld.Ir.p.73 W.; κατ' ἐπιμειξίαν τοῖς ἄλλοις in common with . ., opp. ἰδίᾳ, D.L.10.2; of sexual intercourse, Vett.Val.48.19 (pl.). 2. mixture, combination of elements, Id.162.20, Aret.SD2.1, Gal.6.587.