ἰσορρόπησις
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
εως, ἡ, A equipoise, equilibrium, Hero Spir.1.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσορρόπησις: -εως, ἡ, = τῷ ἑπομ., Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθηματ. σελ. 153.