καταστρεπτικῶς
From LSJ
Ἐλευθέρου γάρ ἐστι τἀληθῆ λέγειν → Perhibere vera semper ingenuum decet → Die Wahrheit sagen ist des freien Mannes Art
English (LSJ)
Adv.
A so as to end, ἐπ' αὐτά, opp. ἀνεκτικῶς (fort. κατενεκτικῶς) ἐφ' ἕτερα, Stoic.3.34 ap.Sch.Luc.Bis Acc.22 (v.l. κατατρεπτικῶς).
Greek (Liddell-Scott)
καταστρεπτικῶς: Ἐπίρρ., = καταστροφικῶς, Σχόλ. εἰς Λουκ. Δὶς Κατηγ. 21, τοῦ ἐπιθέτ. καταστρεπτικός, ή, όν, ἐπιτήδειος εἰς τὸ καταστρέφειν.