καθυπονοέω
From LSJ
English (LSJ)
A suspect, c. acc. etinf., PRyl.127.15 (i A.D.); harbour suspicions, εἴς τινα POxy.1465.7 (i B.C.): c. acc., Iamb.Myst.5.10: abs., Procl. in Prm.p.586 S. II form a vague conception of, τῷ γνωστῷ τὸ ἄγνωστον κ. Dam.Pr.29: c. acc. et inf., suppose, Sor.2.64; perceive, understand, πρὸς τίνος ἂν μάλιστα σῴζοιντο Phld.Rh.2.18 S.
Greek (Liddell-Scott)
καθυπονοέω: ὑπονοῶ, μετ’ αἰτ., Ἰάμβλ. π. Μυστ. 212, 1, Δαμασκ. π. Ἀρχ. σ. 76, κλ.