νεοκατασκεύαστος

From LSJ
Revision as of 13:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοκατασκεύαστος Medium diacritics: νεοκατασκεύαστος Low diacritics: νεοκατασκεύαστος Capitals: ΝΕΟΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΟΣ
Transliteration A: neokataskeúastos Transliteration B: neokataskeuastos Transliteration C: neokataskeyastos Beta Code: neokataskeu/astos

English (LSJ)

ον,    A newly made, Sch.Ar. V.646, Sch.A.R.1.775, Sch.S.Tr.1277.

Greek (Liddell-Scott)

νεοκατασκεύαστος: -ον, ὁ νεωστὶ κατασκευασθείς, τὰ νεοκατασκεύαστα (τῶν ἱματίων) Ἰω. Χρυσ. τ. 4, σ. 60, 34· «νεοκατασκεύαστον μύλην» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 646, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α νεοκατασκεύαστος, -ον)
αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα
αρχ.
αυτός που διορίστηκε πρόσφατα.