ξεστιαῖος
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
Full diacritics: ξεστιαῖος | Medium diacritics: ξεστιαῖος | Low diacritics: ξεστιαίος | Capitals: ΞΕΣΤΙΑΙΟΣ |
Transliteration A: xestiaîos | Transliteration B: xestiaios | Transliteration C: ksestiaios | Beta Code: cestiai=os |
α, ον, A of a ξέστης, μέτρον Gal.13.435, cf. Phlp. in Mete.24.24.
ξεστιαῑος, -α, -ον (Α)
αυτός που περιέχει έναν ξέστη, που είναι ίσος με έναν ξέστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξέστης «μονάδα μέτρησης στερεών και υγρών» + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. πλεθρ-ιαίος, ποδ-ιαίος)].