ξεστιαῖος

From LSJ
Revision as of 13:48, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξεστιαῖος Medium diacritics: ξεστιαῖος Low diacritics: ξεστιαίος Capitals: ΞΕΣΤΙΑΙΟΣ
Transliteration A: xestiaîos Transliteration B: xestiaios Transliteration C: ksestiaios Beta Code: cestiai=os

English (LSJ)

α, ον,    A of a ξέστης, μέτρον Gal.13.435, cf. Phlp. in Mete.24.24.

Greek Monolingual

ξεστιαῑος, -α, -ον (Α)
αυτός που περιέχει έναν ξέστη, που είναι ίσος με έναν ξέστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξέστης «μονάδα μέτρησης στερεών και υγρών» + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. πλεθρ-ιαίος, ποδ-ιαίος)].