προσεκκόπτω
From LSJ
Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt
English (LSJ)
A extirpate besides, καὶ τὰ ἄλλα [δένδρα], καὶ τὸν ἕτερον [ὀφθαλμόν], Teles p.59 H.; τὸν δράκοντα f.l. for προεκκ- in Lib.Ep.1385.5.
Greek (Liddell-Scott)
προσεκκόπτω: ἐκκόπτω, κτυπῶν ἐπιβάλλω, καταστρέφω προσέτι, Τέλης παρὰ Στοβ. 577. 20.