προσανοιμώζω

Revision as of 19:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A moan or sigh at a thing, Plb.5.16.4.

German (Pape)

[Seite 750] (s. οἰμώζω), dabei aufseufzen, Pol. 5, 16, 4.

Greek (Liddell-Scott)

προσανοιμώζω: ἀνοιμώζω, ἀναστενάζω πρός τι, Πολύβ. 5. 16, 4.

Greek Monolingual

Α
θρηνώ επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ + ἀνοιμώζω «θρηνώ, κλαίω δυνατά»].

Russian (Dvoretsky)

προσανοιμώζω: (по поводу чего-л.) вздыхать (καταπλαγεὶς καὶ προσανοιμώξας Polyb.).