μυρόρραντος

Revision as of 13:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A wet with unguent, πρόθυρον AP5.197 (Mel.).

Greek (Liddell-Scott)

μῠρόρραντος: -ον, ἐρραντισμένος διὰ μύρου, Ἀνθ. Π. 5. 198.

Greek Monolingual

μυρόρραντος, -ον (Α)
ραντισμένος με μύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + -ρραντος (< ραντίζω), πρβλ. αιμό-ρραντος].

Russian (Dvoretsky)

μῠρόρραντος: окропленный благовониями (πρόθυρον Anth.).