προσμαθητέον
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
English (LSJ)
A one must learn besides, X.Oec.13.1.
Greek (Liddell-Scott)
προσμᾰθητέον: ῥηματ. ἐπίθ., τοῦ προσμανθάνειν, δεῖ προσμανθάνειν, Ξεν. Οἰκ. 13, 1.
Greek Monotonic
προσμᾰθητέον: ρημ. επίθ., πρέπει να μάθουμε ακόμη περισσότερο, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
προσμᾰθητέον: adj. verb. к προσμανθάνω.