ἀπαράτιλτος

Revision as of 14:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A with hairs not pulled out, Ar.Lys. 279, Luc.Salt.5.

German (Pape)

[Seite 280] dem die Haare nicht ausgerauft sind, Ar. Lys. 279; Luc. Saltat. 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράτιλτος: -ον, ὁ μὴ ἔχων τὰς τρίχας παρατετιλμένας, μαδημένας, πινῶν, ῥυπῶν, ἀπαράτιλτος Ἀριστοφ. Λυσ. 279, Λουκ. π. Ὀρχ. 5.

Spanish (DGE)

-ον
no depilado de pers., Ar.Lys.279, Luc.Salt.5.

Greek Monolingual

ἀπαράτιλτος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει μαδημένα ή τραβηγμένα μαλλιά, κακοχτενισμένος, απεριποίητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + παρατίλλω «μαδώ τις τρίχες από τα διάφορα μέρη του σώματος εκτός απ' το κεφάλι»].

Russian (Dvoretsky)

ἀπαράτιλτος: с невыщипанными волосами Arph., Luc.