πηλαῖος

Revision as of 17:16, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

α, ον, (πηλός)    A made of clay, πλίνθος Man.4.292.    II living in mud, of fish, Paus.4.34.2.

German (Pape)

[Seite 610] 1) von Lehm, Thon gemacht, πλίνθος, Maneth. 4, 292. – 2) ὁ π., eine Fischart.

Greek (Liddell-Scott)

πηλαῖος: -α, -ον, (πηλὸς) πεποιημένος ἐκ πηλοῦ, πλίνθος Μανέθων 4. 292. ΙΙ. ὁ ἐντὸς πηλωδῶν ὑδάτων ζῶν, ἐπὶ τοῦ ἰχθύος κεφάλου, «οἱ κέφαλοι δέ, ἅτε ἰχθύων ὄντες τῶν πηλαίων, ποταμῶν φίλοι τῶν θολερωτέρων εἰσὶ» Παυσ. 4. 34, 2.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
1. κατασκευασμένος από πηλό
2. (για ψάρια) αυτός που ζει σε λασπόνερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + κατάλ. -αῖος (πρβλ. τροχ-αίος)].