πηλαῖος

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηλαῖος Medium diacritics: πηλαῖος Low diacritics: πηλαίος Capitals: ΠΗΛΑΙΟΣ
Transliteration A: pēlaîos Transliteration B: pēlaios Transliteration C: pilaios Beta Code: phlai=os

English (LSJ)

α, ον, (πηλός)
A made of clay, πλίνθος Man.4.292.
II living in mud, of fish, Paus.4.34.2.

German (Pape)

[Seite 610] 1) von Lehm, Thon gemacht, πλίνθος, Maneth. 4, 292. – 2) ὁ π., eine Fischart.

Greek (Liddell-Scott)

πηλαῖος: -α, -ον, (πηλὸς) πεποιημένος ἐκ πηλοῦ, πλίνθος Μανέθων 4. 292. ΙΙ. ὁ ἐντὸς πηλωδῶν ὑδάτων ζῶν, ἐπὶ τοῦ ἰχθύος κεφάλου, «οἱ κέφαλοι δέ, ἅτε ἰχθύων ὄντες τῶν πηλαίων, ποταμῶν φίλοι τῶν θολερωτέρων εἰσὶ» Παυσ. 4. 34, 2.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
1. κατασκευασμένος από πηλό
2. (για ψάρια) αυτός που ζει σε λασπόνερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + κατάλ. -αῖος (πρβλ. τροχαίος)].