ἀποδιαλύω
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
A dissipate, νωθρότητας Antyll. ap. Orib.6.21.36. II confute utterly, λόγον Phld.Herc. 19.16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδιαλύω: ἐξελέγχω, ἔλεγχον ποιοῦμαί τινος, ἀνατρέπω ἐντελῶς, Ἀποσπ. Ἡρακλεωτ. σ. 272 Scott.
Spanish (DGE)
1 disolver, disipar νωθρότητας ἐκ τῶν ὕπνων Antyll. en Orib.6.21.36.
2 refutar λόγον Phld.Her.19.16.