βάβρηκες
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
οἱ,
A gums, or food in the teeth, Hsch. βαβρήν, lees of olive-oil (Maced.), Id. βαβύας, ὁ, mud, Id.:—also βαβύλμς, Suid.
Spanish (DGE)
-ων, οἱ
de dif. partes de la boca: encías Hsch.
•mandíbulas Hsch.
•restos de comida que se quedan entre los dientes Hsch.; cf. βάρηκες.