ἀκαμαντορόας

From LSJ
Revision as of 11:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκᾰμαντορόας Medium diacritics: ἀκαμαντορόας Low diacritics: ακαμαντορόας Capitals: ΑΚΑΜΑΝΤΟΡΟΑΣ
Transliteration A: akamantoróas Transliteration B: akamantoroas Transliteration C: akamantoroas Beta Code: a)kamantoro/as

English (LSJ)

α, ὁ,    A of untiring stream, Ἀλφεός B.5.180.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαμαντορόας: ὁ ἀκαμάτως ῥέων, τὸν ἀκαμαντορόαν Ἀλφεόν, Βακχυλίδ. V. 180.

Spanish (DGE)

(ἀκᾰμαντορόᾱς) -ᾱ de curso infatigable Ἀλφεός B.5.180.

Greek Monolingual

ἀκαμαντορόας, ο (Α)
εκείνος που ρέει ακάματα, αδιάκοπα
«ἀκαμαντορόαν Ἀλφεὸν» (Βακχυλ. 5, 180).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας -αντος + ῥέω].