ἐλλογιμότης
From LSJ
Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge
English (LSJ)
ητος, ἡ, A capability of reasoning, Gloss.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
1 elocuencia ὑπόληψις τῆς εἰς ἄκρον ἐλλογιμότητος Cyr.Al.M.70.705B, como tít. honoríf. en biz. παρακαλῶ τὴν σὴν ἐλλογιμότητα ... ἐπιθεωρῆσαι Σουροῦς ruego que Su Elocuencia inspeccione a Surus, POxy.1885.11 (VI d.C.), cf. 4394.136, BGU 2728.2 (ambos V/VI d.C.).
2 capacidad de instruirse, Gloss.2.54.