εἰκονοποιός

Revision as of 20:09, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A portrait-sculptor or -painter, Arist.Po.1460b9.

German (Pape)

[Seite 727] ὁ, Bilderverfertiger, Arist. poet. 35.

Greek (Liddell-Scott)

εἰκονοποιός: ὁ, ὁ ποιῶν εἰκόνας, ὁμοιώματα, Ἀριστ. Ποιητ. 25. 2: ― ἐντεῦθεν εἰκονοποιέω Ἰουστίνου Μάρτ. Ἀπολ. 1. 19.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
creador de imágenes ὡσπερανεὶ ζωγράφος ἢ τις ἄλλος εἰ. del poeta, Arist.Po.1460b9, de un escultor SEG 36.970B.57 (Afrodisias III d.C.) (cj. en ap. crít.), ὄντως ὢν εἰκὼν εἰ. de Dios, Basil.M.29.724C.

Greek Monolingual

εἰκονοποιός, ο (Α)
ο κατασκευαστής εικόνων, ζωγράφος ή γλύπτης.

Russian (Dvoretsky)

εἰκονοποιός: ὁ художник, изобразитель (ζωγράφος ἤ τις ἄλλος εἰ. Arst.).