εἰκονοποιός
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ὁ, portrait sculptor or portrait painter, Arist.Po.1460b9.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
creador de imágenes ὡσπερανεὶ ζωγράφος ἢ τις ἄλλος εἰ. del poeta, Arist.Po.1460b9, de un escultor SEG 36.970B.57 (Afrodisias III d.C.) (cj. en ap. crít.), ὄντως ὢν εἰκὼν εἰ. de Dios, Basil.M.29.724C.
German (Pape)
[Seite 727] ὁ, Bilderverfertiger, Arist. poet. 35.
Russian (Dvoretsky)
εἰκονοποιός: ὁ художник, изобразитель (ζωγράφος ἤ τις ἄλλος εἰ. Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰκονοποιός: ὁ, ὁ ποιῶν εἰκόνας, ὁμοιώματα, Ἀριστ. Ποιητ. 25. 2: ― ἐντεῦθεν εἰκονοποιέω Ἰουστίνου Μάρτ. Ἀπολ. 1. 19.
Greek Monolingual
εἰκονοποιός, ο (Α)
ο κατασκευαστής εικόνων, ζωγράφος ή γλύπτης.