παλιμπνόη

Revision as of 14:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A counter-wind, Thphr.Vent. 26; poet. πᾰλιμ-πνοίη A.R.1.586 (pl.).

German (Pape)

[Seite 449] ἡ, entgegenwehender, widriger Wind, Theophr., zw.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιμπνόη: ἡ, ἐναντία πνοή, Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 26· ποιητ. -πνοίη, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 586.

Greek Monolingual

παλιμπνόη, ποιητ. τ. παλιμπνοίη, ή (Α)
αντίθετος άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πνοή.