αντίθετος

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀντίθετος, -ον)
αυτός που βρίσκεται σε αντίθεση με κάποιον ή κάτι άλλο
νεοελλ.
1. αυτός που είναι τοποθετημένος αντίθετα προς κάποιον ή κάτι άλλο
2. ο αντιτιθέμενος σε κάτι ή κάποιον, εκείνος που έχει διαφορετική άποψη
3. ο αντίπαλος
4. φρ. οι αντίθετοι
οι πολιτικοί αντίπαλοι
5. (για πράγματα) ανάποδος, αντίστροφος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το ἀντίθετον
η αντίθεση (ως ρητορικό σχήμα).