τεκμαρτέος

Revision as of 20:00, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

α, ον,

   A to be determined, πρός τι according to... Aret. CA1.1.    II τεκμαρτέον, one must determine, τινί τι Hp.Off.15; one must judge, estimate, Archig. ap. Orib.46.27.1.

Greek (Liddell-Scott)

τεκμαρτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν πρέπει τις νὰ συμπεράνῃ, πρός τι, συμφώνως πρός..., Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 1. ΙΙ. τεκμαρτέον, πρέπει τις νὰ ὁρίσῃ, συμπεράνῃ, τινί τι Ἱππ. περὶ Ἰητρ. 746.