τεκμαρτέος

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεκμαρτέος Medium diacritics: τεκμαρτέος Low diacritics: τεκμαρτέος Capitals: ΤΕΚΜΑΡΤΕΟΣ
Transliteration A: tekmartéos Transliteration B: tekmarteos Transliteration C: tekmarteos Beta Code: tekmarte/os

English (LSJ)

α, ον,
A to be determined, πρός τι according to... Aret. CA1.1.
II τεκμαρτέον, one must determine, τινί τι Hp.Off.15; one must judge, estimate, Archig. ap. Orib.46.27.1.

Greek (Liddell-Scott)

τεκμαρτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν πρέπει τις νὰ συμπεράνῃ, πρός τι, συμφώνως πρός..., Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 1. ΙΙ. τεκμαρτέον, πρέπει τις νὰ ὁρίσῃ, συμπεράνῃ, τινί τι Ἱππ. περὶ Ἰητρ. 746.