σκληροπρόσωπος

Revision as of 22:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A hard, bold of face, LXX Ez.2.4 cod.A (also Thd.ibid.).

German (Pape)

[Seite 901] mit hartem Gesichte, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκληροπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων πρόσωπον σκληρόν, θαρραλέον, ἀπτόητον, Θεόδοτ. ἐν Παλ. Διαθ.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κυρίως μτφ.) θαρραλέος, απτόητος («υἱοὶ σκληροπρόσωποι και στερεοκάρδιοι», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -πρόσωπος (< πρόσωπον)].