κναφευτική
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
Russian (Dvoretsky)
κνᾰφευτική: ἡ (sc. τέχνη) валяльное искусство lat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κναφευτική -ῆς, ἡ [κναφεύω] ( sc. τέχνη) vollersambacht.
English (Woodhouse)
(see also: κναφευτικός) art of fulling